- ἀζόμενος
- ἄζωdry uppres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἁζόμενος — ἅζομαι stand in awe of pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζομαι — ἅζομαι (Α) (μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό) 1. κατέχομαι από δέος, από ιερό φόβο, ευλαβούμαι, φοβούμαι (ιδιαίτερα θεούς) 2. φοβούμαι να κάνω κάτι, διστάζω. Η μετοχή ἁζόμενος και απολύτως «φοβισμένος, γεμάτος δέος». Από το ενεργητικό απαντά… … Dictionary of Greek